- καθαιρέσεως
- καθαιρέσεω̆ς , καθαίρεσιςpulling downfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
осоужениѥ — ОСОУЖЕНИ|Ѥ (236), ˫А с. 1.Осуждение, порицание: чистъ имѣи ˫азыкъ отъ вьсѧкого осѹжени˫а вь||сѧкого чл҃вка. Изб 1076, 253–254; вьсь въ истинѹ ѥсмь повиньнъ. осѹжению достоинъ. Стих 1156–1163, 105 об.; ты и нынѣ бл҃гви ˫адь нашю и питьѥ. и безъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… … Dictionary of Greek
καθαιρετικός — ή, ὁ (Α καθαιρετικός, ή, όν) [καθαιρέτης] καταστρεπτικός, αφανιστικός αρχ. 1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.) 2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.) 3. (το… … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
υπαναγνωστικόν — τὸ, ΜΑ [ὑπαναγιγνώσκω] (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπομνηστικόν» μσν. οτιδήποτε πρέπει να διαβαστεί μεγαλοφώνως («ὑπαναγνωστικὸν καθαιρέσεως καὶ ἀναθεματίσεως ἡμῶν», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek